- στιλβώνω
- στιλβώνω, στίλβωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
στιλβώνω — στιλβῶ, όω, ΝΜΑ [στιλβός] καθιστώ κάτι στιλπνό, κάνω κάτι να λάμπει, δίνω λάμψη σε μια επιφάνεια, γυαλίζω, λουστράρω αρχ. παθ. στιλβοῡμαι, όομαι ακτινοβολώ, λάμπω … Dictionary of Greek
στιλβώνω — στίλβωσα, στιλβώθηκα, στιλβωμένος, γυαλίζω, λουστράρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταξέω — (AM) τραυματίζω ψυχικά, πληγώνω αρχ. 1. στιλβώνω καλά, γυαλίζω καλά («ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ», Πλούτ.) 2. (μτφ. για ύφος) επιμελούμαι, καλλωπίζω 3. γλύφω, σκαλίζω, χαράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ξέω «χαράζω»… … Dictionary of Greek
λουστράρω — κάνω κάτι στιλπνό επαλείφοντας το με λούστρο, στιλβώνω, γυαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustrare «γυαλίζω, στιλβώνω»] … Dictionary of Greek
περιγανώ — άω, Α γανώνω, στιλβώνω κάτι γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γανῶ «γυαλίζω, στιλβώνω»] … Dictionary of Greek
περιξέω — ΝΜΑ 1. ξέω γύρω γύρω, καθιστώ λεία μια κυκλοτερή επιφάνεια 2. στιλβώνω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ξέω «χαράζω», αλλά και «στιλβώνω»] … Dictionary of Greek
αναξέω — (Α ἀναξέω) νεοελλ. 1. (για πληγές) ερεθίζω με ξύσιμο, ανοίγω πάλι το τραύμα 2. (για εχθρότητα, πάθος κ.λπ.) ανανεώνω, υποδαυλίζω, επαναφέρω σε οξύτητα αρχ. κάνω κάτι λείο ή στιλπνό, λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ξέω «ξύνω,… … Dictionary of Greek
αφώ — ἁφῶ ( άω) (Α) 1. ψηλαφώ, πιάνω 2. (για όπλα) στιλβώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφή ή < άπτω] … Dictionary of Greek
βερνικώνω — 1. αλείφω μια επιφάνεια με βερνίκι, στιλβώνω, λουστράρω 2. φρ. (για πρόσωπα) «κέρατο βερνικωμένο» δύστροπος, κακός, αντιπαθητικός … Dictionary of Greek
γανώ — γανῶ ( άω) (Α) 1. (για μέταλλα) λάμπω, αστράφτω 2. (για ανθρώπους) λάμπω από χαρά 3. (για φυτά) θάλλω («νάρκισσον γανόωντα», Όμ.) 4. γυαλίζω, στιλβώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γάνυμαι*, με θέμα που λήγει σε έρρινο, αλλά χωρίς την… … Dictionary of Greek